-
1 περιτρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρέω
-
2 περι-τρέω
περι-τρέω (s. τρέω), λαοὶ περίτρεσαν ἀγροιῶται, die Landleute zerstreuten sich zitternd, nach allen Seiten hin, Il. 11, 676.
-
3 περιτρέω
περι-τρέω, λαοὶ περίτρεσαν ἀγροιῶται, die Landleute zerstreuten sich zitternd, nach allen Seiten hin
См. также в других словарях:
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
περιτρέω — Α διασκορπίζομαι τρέμοντας από φόβο («λαοὶ δὲ περίτρεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρέω «τρέμω»] … Dictionary of Greek